καλλά

καλλά
Ποώδες, πολυετές, καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των αροϊδών (μονοκοτυλήδονα), γνωστό και με την ονομασία κ. η αφρικανική ή ζαντεδεσχία. Φημίζεται για τα μεγάλα, λευκά άνθη του. Κατάγεται από τη νότια Αφρική και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό υπαίθρου, θερμοκηπίου ή σε γλάστρα. Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετές καλλιέργειες κ. για την παραγωγή λουλουδιών, κυρίως στην περιοχή της Αττικής, είτε στην ύπαιθρο ανάμεσα σε αραιά δέντρα (Μαραθώνας) είτε σε θερμοκήπια. Είναι ριζωματώδες φυτό, έχει παράρριζα, βελονοειδή, πλατιά και μακρόμισχα φύλλα και επάκριες ταξιανθίες πάνω σε άφυλλο, σπογγώδη ποδίσκο, οι οποίες αποτελούνται από μια πλατιά λευκή σπάθα, τυλιγμένη σαν χωνί γύρω από τον κυλινδρικό κίτρινο ή ρόδινο, ανάλογα με την ποικιλία, σπάδικα που φέρει προς τα πάνω τα αρσενικά και προς τη βάση τα θηλυκά άνθη. Η κάλλα, με τη χαρακτηριστική χοανοειδή ανθοταξία, καλλιεργείται στην ύπαιθρο ή σε θερμοκήπια για την παραγωγή και την εμπορία κομμένων λουλουδιών.
* * *
καλλά (Α)
επίρρ. (δωρ. τ. αντί καλά)
βλ. καλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλά — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλα — κάλλᾱ , κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄλλα — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλαν — κάλλᾱν , κατά λάω 1 imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κάλλᾱν , κατά λάω 1 imperf ind act 1st sg (doric aeolic) κάλλᾱν , κατά λάω 2 seize imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κάλλᾱν , κατά λάω 2 seize imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλας — κάλλᾱς , κατά λάω 1 imperf ind act 2nd sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Antigonus (son of Callas) — For other uses, see Antigonus Antigonus of Callas (Ancient Greek: polytonic|Ἀντίγονος Κάλλα) was an ancient Macedonian hetairos from Amphipolis, known through an inscription with a Homeric style epigram of about 300 275 BC, where he commemorates… …   Wikipedia

  • AURUM Callaicum — et Callaicum metallum, apud Martialem l. 14. Epigr. 96. a gente Lusitaniae nomen habet. Nam Καλλα̈ικεὶ Graecis, quos Gallaecos Latini vocant. Salmas. ad Solin. p. 237 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αροΐδες — (αraceae). Οικογένεια πολυετών φυτών. Σε αυτήν ανήκουν ποώδη φυτά, θαμνώδη και αναρριχώμενα, μικρά δενδρύλλια ή επίφυτα. Τα περισσότερα είδη των α. βρίσκονται στις τροπικές περιοχές, πολύ λίγα στις εύκρατες και κανένα στις αρκτικές. Τα φύλλα τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”