- καλλά
- Ποώδες, πολυετές, καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των αροϊδών (μονοκοτυλήδονα), γνωστό και με την ονομασία κ. η αφρικανική ή ζαντεδεσχία. Φημίζεται για τα μεγάλα, λευκά άνθη του. Κατάγεται από τη νότια Αφρική και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό υπαίθρου, θερμοκηπίου ή σε γλάστρα. Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετές καλλιέργειες κ. για την παραγωγή λουλουδιών, κυρίως στην περιοχή της Αττικής, είτε στην ύπαιθρο ανάμεσα σε αραιά δέντρα (Μαραθώνας) είτε σε θερμοκήπια. Είναι ριζωματώδες φυτό, έχει παράρριζα, βελονοειδή, πλατιά και μακρόμισχα φύλλα και επάκριες ταξιανθίες πάνω σε άφυλλο, σπογγώδη ποδίσκο, οι οποίες αποτελούνται από μια πλατιά λευκή σπάθα, τυλιγμένη σαν χωνί γύρω από τον κυλινδρικό κίτρινο ή ρόδινο, ανάλογα με την ποικιλία, σπάδικα που φέρει προς τα πάνω τα αρσενικά και προς τη βάση τα θηλυκά άνθη.
Η κάλλα, με τη χαρακτηριστική χοανοειδή ανθοταξία, καλλιεργείται στην ύπαιθρο ή σε θερμοκήπια για την παραγωγή και την εμπορία κομμένων λουλουδιών.
* * *καλλά (Α)επίρρ. (δωρ. τ. αντί καλά)βλ. καλός.
Dictionary of Greek. 2013.